- αποπριω
- ἀποπρίωἀπο-πρίωI(ῑ) отпиливать
(τι Her., Luc.; τμήματα ἀποπρισθέντα Plut.)
II
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τι Her., Luc.; τμήματα ἀποπρισθέντα Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποπρίω — ἀποπρίω (Α) [πρίω] πριονίζω, κόβω με το πριόνι … Dictionary of Greek
ἀποπρίω — ἀποπρίασθαι buy pres imperat mid 2nd sg ἀποπρίασθαι buy imperf ind mid 2nd sg (homeric ionic) ἀποπρί̱ω , ἀποπρίζω pres subj act 1st sg ἀποπρί̱ω , ἀποπρίζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)